- ἐριουργεῖον
- ἐριουργ-εῖον, τό,A wool-factory, Poll.7.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐριουργεῖον — wool factory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριουργείο — το (Α ἐριουργεῑον) [εριουργός] νεοελλ. εργοστάσιο κατασκευής μάλλινων υφασμάτων αρχ. κατάστημα, εργαστήριο κατεργασίας μαλλιών … Dictionary of Greek